- φάσκης
- Αδέσμες ράβδων με πέλεκυ στην μέση, τις οποίες κρατούσαν οι Ρωμαίοι ραβδούχοι ως σύμβολο ισχύος και εξουσίας για τιμωρία, όταν πορεύονταν μπροστά από βασιλείς, υπάτους και άλλους άρχοντες για την εκτέλεση θανατικής ποινής («ἀπέδειξεν ἑαυτῷ συνάρχοντα... Λουκρήτιον, ὧ... παρέδωκε τοὺς καλουμένους φάσκης», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fasces, πληθ. τού fascis «δεσμίδα»].
Dictionary of Greek. 2013.